Αποκαλυπτικά στοιχεία για το πώς η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων βρίσκει τοίχο στα 1.200 ευρώ - Αναγκαίες οι συλλογικές συμβάσεις

Βελτιωμένη εικόνα στα κατώτερα μισθολογικά κλιμάκια που κινούνται στα επίπεδα του κατώτατου μισθού, αλλά και εγκλωβισμός δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων σε αποδοχές κάτω των 1.000 ή των 1.200 ευρώ.

Τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Ν» κατ’ αποκλειστικότητα δείχνουν πως το 2023 μέχρι τα 800 ευρώ βρισκόταν το 30,9% των εργαζομένων (μιας και ο κατώτατος μισθός το 2023 ήταν 780 ευρώ), ποσοστό που αντιστοιχεί σε 709.902 άτομα.

Όμως εξίσου μεγάλη είναι η «δεξαμενή εργαζομένων» που βρέθηκε να αμείβεται με μισθό από 800 έως 1.000 ευρώ (22,78% ή 523.319 άτομα) ή από 1.000 έως 1.200 ευρώ (16,25% ή 373.163 άτομα).

Με δεδομένο ότι επίσημα το υπουργείο Εργασίας θεωρεί ότι ο μέσος μισθός στη χώρα βρίσκεται στα 1.252 ευρώ, η καταγραφή που έχει γίνει από το Πληροφοριακό Σύστημα (ΠΣ) «Εργάνη» και έχει παρουσιαστεί στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ δείχνει ολοκάθαρα πως κάτω από αυτό το όριο βρίσκεται το 69,63% των εργαζομένων (1.606.194 άτομα). Άρα, οι μισθοί «βρίσκουν τοίχο» στα 1.200 ευρώ και δεν μπορούν να υπερβούν αυτό το εμπόδιο.

Επίσης, στην κρίσιμη μισθολογική θέση, ακριβώς πάνω από το όριο των κατώτατων αποδοχών, αλλά κάτω από τον μέσο μισθό, δηλαδή από 800 έως 1.200 ευρώ μικτά, βρίσκονται σχεδόν τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους της χώρας (39,06% ή 896.482 άτομα). Ουσιαστικά, τα στοιχεία δείχνουν πως στη συντριπτική πλειονότητά τους όσοι εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν αποδοχές που καθιστούν προβληματική την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, με το δεδομένο ζήτημα ακρίβειας που υπάρχει πια, καθώς έχουν συμπληρωθεί τρία έτη πληθωριστικών πιέσεων.

Άρα, οι αυξήσεις στις βασικές αποδοχές που σημειώθηκαν από το 2021 και μετά, όσο και αν διαμόρφωσαν ένα «δίχτυ ασφαλείας», δεν βοήθησαν ώστε να σπρώξουν σημαντικά και τους υπόλοιπους μισθούς προς τα πάνω. Ίσως εκεί να κρύβεται η απουσία των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) που έχουν ως βασική τους παράμετρο να καταλήγουν σε μισθούς (ανά κλάδο αναφοράς) υψηλότερους από τον κατώτατο. Το γεγονός ότι το 2023, μόλις το 31,6% των εργαζομένων καλύφθηκε από κάποιας μορφή ΣΣΕ (επιχειρησιακή, κλαδική, ομοιοεπαγγελματική, συλλογική) έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τελικό καθορισμό των αποδοχών.

Η αξία του κατώτατου

Ακόμα και έτσι όμως, οι διαδοχικές αυξήσεις στις βασικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα βοήθησαν ώστε να υπάρξει μια μερίδα εργαζομένων που άλλαξαν μισθολογικό κλιμάκιο και έφυγαν από τα κατώτατα επίπεδα. Αναλύοντας τα μισθολογικά δεδομένα από το 2020 και μετά, φαίνεται ότι κάτω από 800 ευρώ λάμβαναν αρχικά σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι (47,07% ή 984.053 άτομα). Όλα αυτά με τον κατώτατο μισθό, τότε, στα 650 ευρώ, μόλις. Στη συνέχεια, το 2021, κάτω από το ίδιο όριο των 800 ευρώ βρέθηκαν 1.017.728 εργαζόμενοι (ποσοστό 47,04%), δηλαδή ακόμα περισσότεροι σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα. Το στοιχείο αυτό σαφώς έχει επηρεαστεί από το γεγονός ότι η χώρα βίωσε την επίδραση της πανδημίας τη διετία 2020 – 2021.

Από το 2022, το πλήθος των εργαζομένων που βρέθηκαν κάτω από το κρίσιμο όριο των 800 ευρώ περιορίστηκε. Με τον κατώτατο μισθό να αυξάνεται σταδιακά, υπολογίζονται σε 839.392 οι εργαζόμενοι με αποδοχές έως 800 ευρώ το 2022 (ποσοστό 37,31%). Άρα, διαπιστώνεται ότι μέσα σε μόλις ένα έτος υποχώρησε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό όσων βρίσκονται κάτω από το μισθολογικό όριο (ή κατά 178.336 άτομα). Η συγκεκριμένη πορεία συνεχίστηκε και το 2023, καθώς το πλήθος των εργαζομένων με αμοιβές κάτω των 800 ευρώ περιορίστηκε και άλλο (709.902 άτομα ή ποσοστό 30,9%). Άρα, σε ετήσια βάση καταγράφηκε υποχώρηση κατά 6,41 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 129.490 άτομα, όσων βρίσκονται μισθολογικά κάτω από τα 800 ευρώ.

Συνωστισμός στην κατηγορία 800 – 1.200 ευρώ

Στην κατηγορία 800 – 1.200 ευρώ, μάλλον φαίνεται ότι επικρατεί συνωστισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 548.081 εργαζόμενοι (ποσοστό 26,72%) που λάμβαναν μηνιαίες αποδοχές εντός αυτής της κατηγορίας το 2020, έναν χρόνο αργότερα, το 2021, ανήλθαν σε 596.006 (ποσοστό 27,55%). Άρα μέσα σε ένα έτος και εν καιρώ πανδημίας αυξήθηκαν κατά 47.925 οι εργαζόμενοι που ξέφυγαν από τα κατώτατα κλιμάκια και κινήθηκαν πιο ψηλά μισθολογικά. Το 2022, ο αριθμός όσων έλαβαν 800 – 1.200 ευρώ τον μήνα εκτινάχθηκε σε 801.627 άτομα (ποσοστό 35,63).

Συνεπώς, καταγράφηκε ετήσια αύξηση 205.621 εργαζομένων (αύξηση κατά 8,08 ποσοστιαίες μονάδες) που ενσωματώθηκαν στην μισθολογική κατηγορία από 800 έως 1.200 ευρώ.

Το 2023, φαίνεται ότι στην ίδια κατηγορία βρίσκονται 896.482 εργαζόμενοι (ποσοστό 39,06%), αυξημένοι κατά 94.855 (ποσοστιαία αύξηση 3,43 μονάδες), σε ετήσια βάση.

Όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν τον Γιώργο Αργείτη, καθηγητή ΕΚΠΑ και επιστημονικό διευθυντή του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ, να επισημαίνει την «κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης» που βιώνει ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Όπως δηλώνει στη «Ν» ο κ. Αργείτης, «η ακρίβεια σε βασικά αγαθά, οι πολύ υψηλές τιμές των ενοικίων και η μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθών έχουν μειώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους».

«Και αυτό συμβαίνει», συνεχίζει ο κ. Αργείττης, «την ίδια περίοδο που σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο έχει ανοίξει η συζήτηση για την επάρκεια των μισθών, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το ακαθάριστο εισόδημα

Στη χώρα μας η κυβέρνηση έχει αναδείξει ως κεντρικό στόχο της πολιτικής της την αύξηση του μέσου ακαθάριστου μισθού στα 1.500 ευρώ. Ο μέσος μισθός είναι ένα στατιστικό μέγεθος και μόνο. Αποκρύπτει τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 54% των εργαζομένων έχουν μηνιαίο ακαθάριστο εισόδημα κάτω από 1.000 ευρώ, το 70% κάτω από 1.200 ευρώ και το 81,2% κάτω από 1.500 ευρώ.

Η κατανομή αυτή των αμοιβών αναδεικνύει το πρόβλημα αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Η αύξηση του στατιστικού μέσου μισθού μπορεί να μην έχει καμία ουσιαστική επίδραση στο ποσοστό των εργαζομένων που θα αμείβονται με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό κάτω από τα 1.500 ευρώ.

Η δημόσια συζήτηση πρέπει λοιπόν να απομακρυνθεί από επικοινωνιακές και αφηρημένες στατιστικές κατηγορίες όπως του μέσου μισθού και να κατευθυνθεί στο ουσιαστικό ζήτημα της αξιοπρεπούς διαβίωσης βάσει των πραγματικών τιμών δεικτών κοινωνικής βιωσιμότητας, υλικής στέρησης και εκτιμήσεων του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης».

Πηγή naftemporiki.gr 

ξηνταροπουλος για διαφήμιση