Στην οικονομία, όπως και στην πολιτική ευρύτερα δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος. Τα αποτελέσματα για τη χώρα και τη κοινωνία θα ήταν εντελώς διαφορετικά αν σήμερα η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε εντολή ισχυρής αυτοδύναμης κυβέρνησης--

Στην ομιλία μου στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης του Προϋπολογισμού του 2025, επεσήμανα μεταξύ άλλων τα εξής:

«Πέντε χρόνια πριν, η Νέα Δημοκρατία έλαβε από τους πολίτες την εντολή για τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή. Η πρόκληση ήταν, και παραμένει, απαιτητική και πολυδιάστατη: Να σταθεί ξανά στα πόδια της η κοινωνία και η οικονομία και ταυτόχρονα να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις μιας δυναμικής και διατηρήσιμης ανάπτυξης με χειροπιαστά αποτελέσματα για όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες.

Πέρα από τις γνωστές και δύσκολες αυτές προκλήσεις, η αποστολή της κυβέρνησης έγινε αυτά τα χρόνια ακόμη πιο δύσκολη λόγω των εξωγενών προβλημάτων αφενός της πανδημίας και αφετέρου των πολεμικών συγκρούσεων που ακόμη μαίνονται στην στενή γειτονιά μας καθώς και της ενεργειακής κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, παρά την περιπλοκότητα και τον βαθμό δυσκολίας της οικονομικής διαχείρισης, σήμερα μπορούμε να κοιτάζουμε το μέλλον με αισιοδοξία.

Μέσα σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει εντυπωσιακά το δημόσιο χρέος – κατά 45 μονάδες στο διάστημα των μόλις 3 ετών από την κορύφωση της πανδημίας το 2020. Πετυχαίνει βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα που αποκαθιστούν την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας, μειώνουν το κόστος δανεισμού σε επίπεδα χαμηλότερα ακόμη και από αυτά χωρών όπως η Ισπανία αλλά και η Γαλλία σε ό,τι αφορά τα πενταετή ομόλογα. Μειώνει την ανεργία, τη μεγαλύτερη κοινωνική μάστιγα και αιτία αφαίμαξης της πατρίδας μας και ιδιαίτερα της περιφέρειας από νέους ανθρώπους, σε μονοψήφια ποσοστά που είχαμε να δούμε από το 2009, αυξάνοντας σημαντικά τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Διατηρεί σταθερά υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, ο προϋπολογισμός του 2025 υπογραμμίζει τη δέσμευση της κυβέρνησης στον τριπλό στόχο της δημοσιονομικής υγείας, της ουσιαστικής στήριξης της κοινωνίας και της αποτελεσματικής διασφάλισης των αναπτυξιακών προϋποθέσεων της εθνικής οικονομίας.

Ανάμεσα στις προβλέψεις του προϋπολογισμού θέλω ενδεικτικά να υπογραμμίσω κατ’ αρχάς τις 12 νέες μειώσεις φόρων που εισάγονται από το νέο έτος, ύψους 900 εκ. ευρώ. Ανάμεσα σ’ αυτές, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τη μονιμοποίηση της επιστροφής του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο -μια σημαντική ανάσα για τους αγρότες και πάγιο αίτημά τους- την απαλλαγή του φόρου εισοδήματος για κενά ακίνητα που θα ενοικιαστούν αλλά και την επέκταση της απαλλαγής από ΦΠΑ για νέα κτίρια ώστε να αντιμετωπιστεί το υπαρκτό πρόβλημα της έλλειψης και του κόστους της στέγης.

Θέλω να τονίσω ακόμη την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% που περιλαμβάνουν την αύξηση της δαπάνης για συντάξεις κατά περίπου 1 δις ευρώ, την αύξηση των φυσικών παραλαβών για εξοπλιστικά προγράμματα κατά 750 εκατομμύρια, την αύξηση των δαπανών για την Υγεία κατά 74% και ειδικά για τα νοσοκομεία κατά 120% σε σχέση με το 2019, την αύξηση κατά 141 εκατομμύρια των δαπανών για την Παιδεία έναντι του προϋπολογισμού του 2024.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε εύκολο να εξυπηρετούνται ταυτόχρονα, με αποτελεσματικότητα, συνέπεια και συνέχεια οι στόχοι της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Το γεγονός ότι, ιδιαίτερα σ’ αυτό το διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα μπορεί να συνδυάζει τα πρωτογενή πλεονάσματα με ανάπτυξη άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ότι η Ελλάδα μπορεί να αυξάνει τα φορολογικά της έσοδα μειώνοντας τους φόρους, ότι μπορούμε να επενδύουμε σημαντικά στην αναβάθμιση της αποτρεπτικής ικανότητας των ενόπλων μας δυνάμεων χωρίς να διασαλεύεται η δημοσιονομική ισορροπία είναι ακλόνητο τεκμήριο συνετής οικονομικής πολιτικής.

Στην οικονομία, όπως και στην πολιτική ευρύτερα δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος. Και τα αποτελέσματα για τη χώρα και τη κοινωνία θα ήταν εντελώς διαφορετικά αν σήμερα η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε εντολή ισχυρής αυτοδύναμης κυβέρνησης.

Ωστόσο, η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί. Η ακρίβεια συνεχίζει να επιβαρύνει έντονα και σκληρά ιδίως τα πιο οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά. Οι πραγματικοί μισθοί πρέπει να αυξηθούν σημαντικά, μέσα από την οριζόντια ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, μέσα από την μακρόπνοη επένδυση σε υλικές και άυλες υποδομές και κυρίως στο ανθρώπινο δυναμικό της πατρίδας μας, στις γνώσεις και τις δεξιότητες της σύγχρονης συνθήκης. Η ποιότητα των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών, στην υγεία, στην παιδεία, στη δημόσια τάξη, στις μεταφορές, στη σχέση πολίτη-κράτους πρέπει να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ώστε να αναβαθμιστεί συνολικά η ποιότητα ζωής στην πατρίδα μας. Οι νέοι άνθρωποι, οι νέες οικογένειες πρέπει να στηριχτούν ακόμη πιο αποτελεσματικά για να συνεχίσει η αισιόδοξη τάση της αναστροφής του κύματος εξόδου προς το εξωτερικό της προηγούμενης δεκαετίας.

Οι επαγγελματίες πρέπει να στηριχθούν και τα προβλήματα που τους απασχολούν πρέπει να τα λύσουμε. Αναφέρω χαρακτηριστικά το πρόγραμμα «Εξοικονομώ», όπου ενώ έχουν ήδη ολοκληρώσει ορισμένοι επαγγελματίες, για παράδειγμα αυτοί που κάνουν τις αλουμινοκατασκευές το έργο εδώ και 19 μήνες, έχουν κόψει τιμολόγια αλλά ακόμη δεν έχουν πληρωθεί. Ή στο πρόγραμμα «Αλλάζω συσκευή», όπου υπάρχουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν πληρωθεί ακόμα ενώ έχουν κόψει τιμολόγιο σχεδόν εδώ και ένα χρόνο. Και αν σκεφτούμε ότι αυτοί οι επαγγελματίες, αυτές οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πληρώνουν ΦΠΑ, φόρους, ΕΦΚΑ, καταλαβαίνετε τα προβλήματα που υπάρχουν σ’ αυτές τις κατηγορίες των συμπολιτών μας και πρέπει οπωσδήποτε να σκύψουμε και να λύσουμε αυτό το πρόβλημα γιατί από την άλλη μεριά υπάρχει η απειλή της δέσμευσης των λογαριασμών. Δεν μπορεί δηλαδή από τη μια μεριά να τους ζητά το κράτος να πληρώνουν την εφορεία και όλες τις υποχρεώσεις και από την άλλη να μη τους πληρώνει τα οφειλόμενα.

Ο πρωτογενής τομέας, η προϋπόθεση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της περιφέρειας, πρέπει κι αυτός να στηριχθεί ακόμη πιο δυναμικά, με πολιτικές για μείωση του κόστους παραγωγής και για ενθάρρυνση της παραγωγής προστιθέμενης αξίας, της καινοτομίας και της εξωστρέφειας.

Οι αγρότες μας σήμερα, έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από μεγάλα και δύσκολα προβλήματα όπως οι συχνά χαμηλές τιμές παραγωγού, η έλλειψη και το μεγάλο κόστος των εργατικών χεριών, οι ολοένα και συχνότερες, ολοένα και οξύτερες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης που αρκετές φορές προξενούν ζημιές που προς το παρόν δεν καλύπτονται ασφαλιστικά από τον ΕΛΓΑ, το ενεργειακό κόστος και η εντεινόμενη λειψυδρία που φέτος έπληξε όχι μόνο την παραγωγή αλλά και φυτικό κεφάλαιο.

Περίπου ένα μήνα πριν, παρουσία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη παρουσιάσαμε στο Ναύπλιο ένα φιλόδοξο αναπτυξιακό σχέδιο για την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Αργολίδα στο πλαίσιο του ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδιασμού για τη χώρα. Πρόκειται για έναν προγραμματισμό που δίνει λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα και ανοίγει νέους δρόμους δημιουργίας και προκοπής για τους ανθρώπους του τόπου μας.

Είναι δεδομένο ότι κάθε τέτοια αισιόδοξη σκέψη για το μέλλον πρέπει να πατά γερά πάνω σε μια υγιή οικονομική πραγματικότητα. Αυτές τις ισχυρές βάσεις που επιτρέπουν στην πατρίδα μας να ανεβάζει χρόνο με το χρόνο, μήνα με το μήνα, ταχύτητα, τις διασφαλίζει έμπρακτα η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης τα τελευταία πέντε χρόνια

Γι’ αυτούς τους λόγους, επειδή η πολιτική αυτή που έχει αποδώσει θετικά αποτελέσματα σε εξαιρετικά δύσκολες διεθνείς συγκυρίες πρέπει να συνεχιστεί προς όφελος της πατρίδας και των ανθρώπων της, της κοινωνίας μας, υπερψηφίζω τον προϋπολογισμό του 2025».