Είναι πανθομολογούμενο πως η δημόσια υγεία αποτελεί χρόνιο πρόβλημα, πως πλήττονται από αυτό κυρίως οι οικονομικά αδύνατοι, πως συνδέεται άμεσα με την οικονομική κατάσταση της χώρας μας και πως αποτελεί, λόγω της φύσης του, το μόνιμο πεδίο συγκρούσεων κομμάτων, ιδεολογιών, λαϊκιστών αλλά και των κάθε είδους μεγάλων συμφερόντων.
Επίσης, υπάρχει συνείδηση (και στους συμπατριώτες μας με την “κοντή” μνήμη και τη μεγάλη ανοχή) πως το σύστημα της δημόσιας υγείας πάσχει από διαφθορά και χρόνια σκάνδαλα, με πρώτο το Novartis και το εντελώς πρόσφατο, αυτό με τις παράνομες συνταγογραφήσεις και τη μεγάλη οικονομική ζημία στον ΕΟΠΥΥ.
Η δημόσια υγεία πάσχει, ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου οι ελλείψεις σε γιατρούς, νοσηλευτές και μέσα, αλλά ιδιαίτερα σε ποιότητα υπηρεσιών, οδηγεί σε μεγάλη μετακίνηση ασθενών σε νοσοκομεία της Αθήνας και σε οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών τους.
Επομένως, η ουσιαστική μεταρρύθμιση στις δομές υγείας αποτελεί μονόδρομο, με την αναζήτηση της ποιότητας στην ψηφιακή οργάνωση των νοσοκομείων, την επαρκή χρηματοδότηση με διαφάνεια, την οικονομική αναβάθμιση γιατρών και νοσηλευτών και κυρίως τη συνεχή και αντικειμενική αξιολόγηση δομών και προσωπικού.
Τελικά, η παθογένεια στις δομές της δημόσιας υγείας συνδέεται με την πολιτική εξουσία και τη διαιώνισή της μέσω των ρουσφετιών, αποτελεί μείζον κοινωνικό πρόβλημα και απαιτούνται άμεσες λύσεις και γενναίες μεταρρυθμιστικές αποφάσεις.
Το θέμα είναι, αν υπάρχουν σήμερα διάθεση και αντοχές για μεταρρυθμίσεις και την ανάληψη πολιτικού κόστους.
Ομως, η γενναιότητα που απαιτούν οι μεταρρυθμίσεις καταξιώνει τις κυβερνήσεις, όπως με πάθος επαναλάμβανε ο αείμνηστος Χρ. Γιανναράς...
Από το άρθρο μου στην Εφημερίδα Ελευθερία.