Το Αραχναίο είναι ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά της Αργολίδας – όπως μετονομάστηκε το Χέλι. Βρίσκεται αποκομμένο από όλο τον άλλο νομό. Ριζωμένο ανάμεσα στην οροσειρά της Τραπεζώνας (1137 μ.) προς Β, και του όρους Αραχναίου (1199 μ.) προς Ν, και σε απόσταση 30 χλμ. από το Ναύπλιο, δεν έχει επικοινωνία ούτε οπτική με άλλο χωριό. Ο ασφαλτωμένος δρόμος έχει δαμάσει τις άγριες ξεροτοπιές και έχει συνδέσει την αβοήθητη ερημιά του άλλοτε, με τη ζωή του κέντρου και το σήμερα.
Παλαιά Μονή Ταλανίου
Νοτιοανατολικά του χωριού και αριστερά του δρόμου που οδηγεί προς το Πηλιαρό απέναντι από το ρέμα και σε απόσταση από αυτό λίγες δεκάδες μέτρα, υπάρχει ένας αρχαίος διπλός Βυζαντινός Ναός που οι Χελιώτες το ονομάζουν «Μετόχι» και αποτελείται από δύο χωριστούς Ναούς που εφάπτονται μεταξύ τους και είναι διαφορετικού μεγέθους.
Το Μετόχι κατά την παράδοση ήταν η παλαιά Μονή Ταλαντίου η οποία εγκαταλείφθηκε από τους Μοναχούς λίγο μετά το 1761 μ.Χ. Η εγκατάλειψη έγινε επειδή μεταξύ των Καλόγηρων της Μονής και των κατοίκων του Χελιού υπήρχαν προστριβές, γύρω από τις μακροχρόνιες διεκδικήσεις διαφόρων κτημάτων κοντά στη Μονή και έτσι αναγκάστηκαν οι Καλόγεροι να αναζητήσουν άλλο μέρος και να κτίσουν τη Νέα Μονή Ταλαντίου. Το Μοναστήρι αυτό όπως και εκείνο που κτίσθηκε αργότερα είναι αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η αρχαία εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται σήμερα ασφαλισμένη και ήσυχη, στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο χωριό. Όπου οι Χελιώτες την λατρεύουν κυριολεκτικά και είναι διατεθειμένοι και πόλεμο ακόμα να κάνουν για να την κρατήσουν στο χωριό. Έχουν γίνει στο παρελθόν πολλές απόπειρες για να μεταφερθεί σε άλλα Μοναστήρια της περιοχής, στη Μονή Καρακαλά και στη Μονή των Ταξιαρχών μα πάντοτε συνάντησε την αντίδραση των Χελιωτών οι οποίοι τελικά την κράτησαν στο χωριό.
Επίσης απόπειρες πολλές έχουν γίνει για την κλοπή αυτής από διαφόρους αρχαιοκάπηλους, μα πάντοτε έχουν οδηγηθεί σε αποτυχία και σήμερα η εικόνα βρίσκεται ασφαλισμένη μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί που ολόκληρο είναι γερά στερεωμένο σε μια κολώνα της Εκκλησίας. Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα αυτή βρέθηκε θαμμένη μέσα σε ένα χωράφι εκεί που κτίσθηκε η πρώτη Μονή και ότι όταν αργότερα έγινε η μεταφορά της Μονής στη νέα θέση η εικόνα αυτή άλλαζε θέση κάθε λίγο από την παλαιά στη νέα Μονή και αντίστροφα.
Η ερειπωμένη σήμερα. παλαιά Μονή Ταλαντίου (Μετόχι) δεν ξεχωρίζει καθόλου από το φυσικό της περιβάλλον. Πέτρινη και γκριζόθωρη μοιάζει να είναι ένα με τα πρώτα χωράφια μαζί με τους σωρούς από πέτρες, που αντικρίζουμε όταν πλησιάζουμε στο χωριό.
Το κτιριακό συγκρότημα του Μοναστηριού είναι σήμερα σωρός από πέτρες σαν γκρεμισμένες ξερολιθιές που σιγά-σιγά λιγοστεύουν και αυτές.
Το Καθολικό, δηλαδή ο κύριος Ναός της Μονής που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως έχει προαναφερθεί, είναι χτισμένος με απλή λιθοδομή χωρίς τίποτα το ξεχωριστό. Είναι Ναός Σταυρεπίστεγος με τετράγωνο Τρούλο, μεγάλο σε σχέση με τις διαστάσεις του Ναού του οποίου είναι 10,30 μ. η μεγάλη του πλευρά μαζί με το Ιερό και το Νάρθηκα και 4 μ. η μικρότερη του πλευρά. Ο Τρούλος δεν στηρίζεται στο κέντρο του Σταυρού, αλλά υψώνεται πάνω από το δυτικό σκέλος. Έτσι υπάρχει οπτικά μια ισορροπία όγκων ανάμεσα στο Καθολικό και στο συνεχιζόμενο παρεκκλήσι του.
Το Καθολικό έχει φωτιστικά ανοίγματα τις τέσσερις θυρίδες του Τρούλου, τη θυρίδα του Ιερού του Ναού στην Ανατολική πλευρά και την κύρια και μοναδική πόρτα προς τη δύση. Πάνω από την κεντρική πόρτα σχηματίζεται, ένα τόξο που περιβάλλει ένα ανακουφιστικό κενό. Το τόξο αυτό περιβάλλεται από ένα κέραμο πλαστικό διάκοσμο και οδοντωτή ταινία που συνεχίζονται δεξιά και αριστερά από την πόρτα και διατρέχουν όλη την πρόσοψη, ένα δε κομμάτι της είναι συμπληρωμένο με τούβλα σύγχρονα από επισκευή που έχει γίνει πρόσφατα. Ένα μικρό φωτιστικό άνοιγμα υπάρχει ακόμα στο βόρειο τύμπανο του Σταυρού. Στο ίδιο τύμπανο καθώς και το αντίστοιχο του στο νότιο, εσωτερικά, σχηματίζονται τυφλές αψίδες αϊτό μία στο καθένα. Στο εσωτερικό του Νάρθηκα και σε ύψος 1,50 μ. περίπου και στη νότια πλευρά υπάρχει η παρακάτω επιγραφή:
ΜΝΗΣΤΗΤΙ ΚΥΡΙΕ
ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΤΟΥ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΣΙΚΟΥΛΑ
Οπωσδήποτε ο Ηγούμενος αυτός Σίκουλας είναι πριν από το 1761 που έγινε η μεταφορά της Μονής γιατί από το 1751 και μετά είναι γνωστοί όλοι οι ηγουμενεύσαντες στη Μονή.
Ολόκληρη η εσωτερική επιφάνεια του Ναού είναι αγιογραφημένη και αρκετές αγιογραφίες σώζονται καλά διατηρημένες, όπως ο εκφραστικός Άγιος Φανούριος και η άρτια σύνθεση της Παναγίας με τους Αποστόλους. Ο Παντοκράτορας είναι σχεδόν καταστραμμένος.
Όλες οι Αγιογραφίες είναι έργα καλού τεχνίτη της Κρητικής σχολής και διακρίνονται για το ευλύγιστο σχέδιο και την πλαστική αβρότητα μοιάζουν να έχουν συγγένεια στην Τεχνική με τις Αγιογραφίες της Μονής Σωτήρος Kαραθώνας και είναι και αυτές πιθανόν του 16ου αιώνα.
Το δάπεδο φαίνεται να ήταν πλακόστρωτο από τα ελάχιστα τμήματα που έχουν σωθεί. Το τέμπλο είναι πέτρινο και υπάρχει μόνο μία πόρτα. Σε κανένα σημείο του Ναού δεν υπάρχει επιγραφή που να δείχνει πότε χτίστηκε ο Ναός. Από την τοιχοποιία όμως και ειδικά από το διάκοσμο, βγαίνει το συμπέρασμα ότι έχει κτιστεί μέσα στους βυζαντινούς χρόνους, πριν δηλαδή ακόμα από την Τουρκοκρατία.
Η Νέα μονή Ταλαντίου
Η Νέα Μονή Ταλαντίου (περιγραφή)
Η Νέα Μονή Ταλαντίου βρίσκεται δυτικά του Αραχναίου και άπεχει από το χωριό περίπου μια ώρα πεζοπορία. Με το χωριό επικοινωνεί με ένα μονοπάτι που ξεκινάει από αυτό, ακολουθεί για ένα διάστημα την πλαγιά του βουνού, λίγο πάνω από την κοίτη του χειμάρρου που κατευθύνεται προς τον Αμαριανό και παράλληλα προς αυτό και έπειτα κατεβαίνει και ακολουθεί την κοίτη αυτού, φθάνει στο Μοναστήρι και συνεχίζει έπειτα προς τον Αμαριανό. Η πορεία από το χωριό στο Μοναστήρι είναι δύσκολη το χειμώνα και κουραστική το καλοκαίρι.
Στο κέντρο της εσωτερικής αυλής είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, [Σημ. Βιβλιοθήκης: Ο Ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Σε όλα τα παλιά επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως Κοίμηση], το Καθολικό της Μονής. Ο καινούργιος Ναός της Μονής είναι μονόκλιτος και σταυρεπίστεγος, διατηρείται καλά εξωτερικά είναι κτισμένος επί τουρκοκρατίας, αν και ο αρχαιότερος τύπος του σταυρεπίστεγου εφαρμόστηκε από τον δωδέκατο αιώνα. Πιστεύεται λοιπόν πως ο Ναός της Νέας Μονής Ταλαντίου να είναι αρχαιότερος από την ίδρυση εκεί της Μονής το 1761 πιθανότατα του 15ου αιώνα, όπως χρονολογείται από τους ειδικούς.
Στρώμα από αμμοκονία καλύπτει τη λιθοδομή του Ναού. Η είσοδος γίνεται από μια μικρή πόρτα στη δυτική πλευρά. Πάνω από την πόρτα υψώνεται δίλοβο, δικληνές κωδωνοστάσιο που τα δυο του τόξα στηρίζονται στη μέση επάνω σε στρογγυλό μικρό κίονα με ιωνικό κιονόκρανο. Μια μικρή καμπάνα κρέμεται στο βορινό τόξο.
Δεξιά και αριστερά από την κύρια είσοδο υπάρχουν πεζούλια που στερεώνουν την πρόσοψη του Ναού και αναπαύουν τον επισκέπτη. Οι πλευρές του ναού έχουν μήκος 8.20 μ. και το πλάτος 3.25 μ. Το εσωτερικό της στέγης διαμορφώνεται από δύο καμάρες, η μία που αναπτύσσεται κατά μήκος διακόπτεται στο μέσον περίπου του Ναού από την εγκάρσια καμάρα που είναι μικρότερη και σε ψηλότερο επίπεδο και που αναπτύσσεται κάθετα προς την πρώτη. Οι δυο καμάρες διαγραφούν το σχήμα του Σταυρού και από αυτό δε και η ονομασία του ναού «Σταυρεπίστεγος» και ο τύπος αυτός των ναών συναντάται συχνότατα στην Ελλάδα. Εκεί που διασταυρώνονται οι δύο καμάρες υψώνεται ο τρούλος του Ιερού Ναού.
Εκτός από το άνοιγμα της κύριας εισόδου του Ναού υπάρχει ακόμα και από ένα στρογγυλό παράθυρο στο βόρειο και νότιο τύμπανο του σταυρού έχει ακόμα και δύο ανοίγματα στη νότια πλευρά του.
Εσωτερικά ο Ναός είναι αγιογραφημένος. Διαφαίνεται επίσης ότι υπήρχαν και παλαιότερα στρώματα αγιογραφήσεων που είναι επικαλυμμένα με νεώτερα στρώματα. Αριστερά από την πύλη του και κάτω από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, διακρίνεται άλλη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στην άκρη της οποίας υπάρχει δυσανάγνωστη επιμήκης επιγραφή. Οι Αγιογραφίες της μεγάλης καμάρας έχουν καταστραφεί από την υγρασία. Άλλες εικόνες, όπως αυτές που είναι δεξιά και αριστερά της εισόδου έχουν δεχθεί νεώτερες διορθώσεις.
Ιστορικό της Νέας Μονής Ταλαντίου
Από γραπτά κείμενα φαίνεται πως η μεταφορά της Μονής Ταλαντίου από το Μετόχι στη νέα της θέση έγινε το 1761 μ.Χ. Συμφώνα με μελέτη του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου που έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος» στις 15 Σεπτεμβρίου 1915, το 1761 ο τότε εξουσιαστής του χωριού Χέλι Κιουσούκ Μεχμέτ Αγάς, με αίτηση του Ηγουμένου της Μονής Ταλαντίου Δανιήλ παραχώρησε σαν ιδιοκτησία της Μονής εκτεταμένη περιοχή ακαλλιέργητο, με σκοπό να καταβληθεί σε αυτόν το δέκατο από τα εισοδήματα αυτού [3]. Το έγγραφο της παραχωρήσεως που σωζόταν μέχρι το έτος 1915, οπότε συντάχθηκε η μελέτη του αειμνήστου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καθόριζε τα όρια της περιοχής που παραχωρήθηκε ως εξής:
«Εις το σύνορο του Μοναστηριού Ταλάντιον το οποίον βρίσκεται στο χωριό Χέλι, το υποκείμενο στην Επαρχία Κορίνθου, ευρίσκετε γη δρυμώδης αγεώργητος και εγκαταλελειμμένη, περιοριζόμενη εξ ενός μέρους από το σύνορο του χωρίου Λιμία, το χωράφιον του Παπά, εκ του άλλου από το λοξό ρεύμα, εκ του άλλου από πλησίον τρία ρεύματα, εκ του άλλου από τον δρυμόν Κίρλα εκ του άλλου από τον δρυμόν το λεγόμενον δεξιά πλευρά, εκ του άλλου από το λεγόμενον Μουσταφά-τζίκ και εκ του εσχάτου από τη Σκάλα Χέλι. Αυτήν λοιπόν την γην ο Καλόγηρος Παπαδανιήλ, εζήτησε να ανοίξει με την αξίνην και να την γεωργήσει.
Διό και ο υποφαινόμενος έχων υπό την εξουσίαν μου δια το ενεστώς χιλιοστόν εβδομηκοστόν έβδομον (Μουσουλμανικό έτος όπου αντιστοιχεί προς το 1761 μ.Χ. της χριστιανικής χρονολογίας) το ρηθέν χωρίον αφού κατά τον βασιλικό Κανούνιον έλαβαν το δικαίωμα της γης έδωσε στον ειρημένο Καλόγηρο το παρόν τοπίο, ώστε αφού αυτός καθορίσει την ρηθείσα εν όσω γεωργεί και σπείρει αυτήν και πληρώνει ετησίως εις τους κατά καιρόν κυρίους της γης τα νόμιμα δέκατα, θέλει κατέχει και νέμεσθαι αυτή το Μοναστήριον και χωρίς να εμποδίζεται υπουδενός».
Από το κείμενο αυτό μαθαίνει κανείς τα όρια της νέα Μονής με τα τοπωνύμια που υπάρχουν και σήμερα. Αναφέρεται στα όρια κάποιο χωριό Λιμία που σήμερα τέτοιο χωριό δεν υπάρχει. Πιθανότατα να πρόκειται για το σημερινό χωριό Λίμνες που τα σύνορα του με το Χέλι είναι η κορυφή Μάλια-Γκιόναβε όπου εκεί επάνω υπάρχει και η τοποθεσία, Χωράφι Παπά.
Το παραπάνω έγγραφο μεταφράστηκε από το σωζόμενο μέχρι τουλάχιστον το 1915 τούρκικο πρωτότυπο σε δύο μεταφράσεις από τις οποίες ακριβέστερη είναι αυτή που έγινε στην καθέδρα της Αθήνας στις 22 Σεπτεμβρίου 1837 και η οποία επικυρώθηκε από το Βασιλικό διερμηνέα Λουκά Αργυρόπουλο.
Στο μοναστήρι σωζόταν μέχρι τότε που διαλύθηκε αντίγραφο μετάφρασης που έγινε στις 26 Μαρτίου 1838, από τον Χρήστο Παπαδόπουλο, συμβολαιογράφο του Ναυπλίου. Το πρωτότυπο έγγραφο φέρει τις υπογραφές του Κιουσούκ Μεχμέτ Αγά, τεσσάρων ακόμα Μουσουλμάνων και ενός Έλληνα του Γιάννη Μακρή από το Χέλι που υπογράφει σαν μάρτυρας.
Το έτος 1761 πρέπει να θεωρείται η απαρχή της μετακίνησης της Μονής από την παλαιά θέση Μετόχι στο χώρο που σήμερα βρίσκεται αυτή και ότι το καινούργιο Μοναστήρι άρχισε να κτίζεται από τον ηγούμενο Δανιήλ μέσα στο κτήμα που παραχωρήθηκε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αμέσως μετά την παραχώρηση δηλαδή στον ίδιο χρόνο 1761.
Το 1782 κατατάγηκε δόκιμος μοναχός ο Χελιώτης Γρηγόριος Κουκινιώτης, δώδεκα ετών τότε ο οποίος μαζί με τον Δανιήλ δούλεψαν για το Μοναστήρι, εκχερσώνοντας εκτάσεις με τα ξινάρια και δημιούργησαν έτσι εκτάσεις καλλιεργήσιμες που καθημερινά αυξάνονταν σε έκταση.
Το 1798 έγινε ηγούμενος ο Γρηγόριος σε ηλικία 23 ετών, ο οποίος έμεινε στη θέση αυτή 54 ολόκληρα χρόνια, παραιτήθηκε δε το 1852 λόγω γήρατος και μετά από δύο χρόνια πέθανε το 1854 σε ηλικία 84 ετών.
Το 1850 σε δημοπρασία αγόρασε ο Γρηγόριος, με τη μεσολάβηση του Στρατηγού Φωτομάρα μεγάλο τουρκικό κτήμα για λογαριασμό του Μοναστηριού. Η αγορά αυτή αμφισβητήθηκε από τα παιδιά του Φωτομάρα, αλλά μετά από δέκα χρόνια δικαστικού αγώνα δικαιώθηκε η Μονή Ταλαντίου από τον Άρειο Πάγο. Ο ίδιος ηγούμενος αγόρασε για το Μοναστήρι και το κτήμα άνω Αμαριανός. Ο ίδιος επίσης ανακαίνισε το βόρειο μέρος της Μονής όπου υπήρχε πλάκα εντοιχισμένη διαστάσεων 0.40μ Χ. 0,40μ με την επιγραφή:
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΕΙ
ΕΠΙ ΤΩΝ 46 ΕΤΩΝ
ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ – ΜΑΚΑΡΙΟΥ
1841
Μετά τον Γρηγόριο Ηγούμενος έγινε ο Ανανίας Μπουχιούνης από 1852 μέχρι το 1857 οπότε αντικαταστάθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο Καραβασιλόπουλο με απόφαση του τότε Επισκόπου Αργολίδας Γεράσιμου.
Το γεγονός όμως αυτό εξερέθισε τους καλόγερους οπότε ο Χρύσανθος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και Ηγούμενος έγινε το 1862 ο Κωνσταντίνος Τζαμίλας, στη θητεία του οποίου το Μοναστήρι έφθασε σε παρακμή μέχρι του σημείου οι καλόγεροι να ζητιανεύουν για να ζήσουν.
Το 1866 διορίστηκε Ηγούμενος ο Δανιήλ Χρήστου, ανιψιός από τη μητέρα του Ηγουμένου Γρηγορίου Κουκινιώτη ο οποίος ηγουμένευσε μέχρι το 1899 οπότε πέθανε. Η ηγουμενία του διακόπηκε από το 1870 μέχρι το 1875 που ηγουμένευσε πάλι ο Ανανίας Μπουχιούνης. Επί Δανιήλ Χρήστου το 1880 ανακαινίσθηκε το νότιο τμήμα της Μονής.
Τον Δανιήλ Χρήστου τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Δωρόθεος Χρήστου το 1899, ο οποίος είχε καταταγεί μοναχός το 1895. Επί Δωροθέου Χρήστου έγινε εξωραϊσμός και διακόσμηση του Ιερού Ναού, αύξησε τα δωμάτια για τους μοναχούς, ίδρυσε μελισσοκομείο στο Μοναστήρι και έκτισε καινούργια πτέρυγα, το Δεσποτικό όπου υπήρχε μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή:
ΑΝΗΓΕΡΘΕΙ ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑΣ
ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ
ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΠΟΝΗ
ΚΑΙ ΑΝΘΙΜΟΥ ΣΤΑΤΕΡΑ
ΕΝ ΕΤΗ 1909
Μεγάλες ποσότητες μελί από το δικό του μελισσοκομείο μοίραζε στους κατοίκους του Χελιού. Είχε γίνει παράδοση επί ηγουμενίας Δωροθέου Χρήστου, την εποχή του τρύγου των κυψελών που γινόταν συνήθως Αύγουστο μήνα, μετά της Παναγίας, εκατοντάδες παιδιά από το χωριό κατέβαιναν στο Μοναστήρι με τα μικρά τους δοχεία πάσης φύσεως από κατσαρολάκια, βάζα κύπελλα, κανατάκια κ.λπ. και ο ηγούμενος Δωρόθεος κάνοντας ειδική τελετή κάθε μέρα που πήγαιναν παιδάκια, μοίραζε μεγάλες ποσότητες από μέλι σε όλα τα παιδιά, τα οποία στη συνέχεια έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό χαρούμενα γιατί έφερναν μαζί τους το πολύτιμο μέλι από το Μοναστήρι. Μεγάλη ήταν και η συμβολή στην ανάπτυξη της Μονής του Ιερομόναχου Γερασίμου Μπόνη που είχε την καταγωγή του από την Αλέα Αργολίδας.
Στις 26 Αυγούστου 1933 πέθανε ο Ηγούμενος Δωρόθεος Χρήστου και από τότε το Μοναστήρι βαδίζει προς την παρακμή. Ο Δωρόθεος Χρήστου έλαχε να είναι ο τελευταίος Ηγούμενος της Μονής Ταλαντίου που τουλάχιστον για 172 χρόνια γνώρισε δόξες ιδιαίτερα επί της ηγουμενίας του.
Την εποχή εκείνη υπήρχαν στο μοναστήρι αυτό τρεις μόνο καλόγεροι ο Παρθένιος, ο Νικόδημος και ο Δανιήλ που ήσαν όλοι τελείως ακατάλληλοι για το αξίωμα του ηγουμένου γιατί και οι τρεις τους ήσαν τελείως αγράμματοι και διανοητικά καθυστερημένοι, αφού ούτε τα χρήματα που κυκλοφορούσαν τότε γνώριζαν εκτός από τα κέρματα.
Το Μοναστήρι από τότε συγχωνεύεται με τη μονή του Καρακαλά και αμέσως άρχισε η μεταφορά όλων των περιουσιακών στοιχείων αυτής στο Καρακαλά, αρχής γενομένης από τα μελίσσια εκτός εκείνων των ελαχίστων που ανήκαν στους καλόγερους που όμως επειδή ήσαν τελείως ανίκανοι δεν μπόρεσαν να τα διατηρήσουν και σε μικρό χρονικό διάστημα τα έχασαν όλα.
Στη συνέχεα άρχισε η μεταφορά και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, ενώ ο εξοπλισμός του μελισσοκομείου εκποιήθηκε από τον ηγούμενο του Καρακαλά και περιήλθε στα χέρια των Χελιωτών. Δεν έμεινε τίποτα στο Μοναστήρι εκτός από τους τρεις καλόγερους και το Ηγουμενείο κλειδωμένο όπου μέσα σε αυτό υπήρχαν τα προσωπικά είδη του Δωροθέου, μια αξιόλογη βιβλιοθήκη και ολόκληρο το αρχείο της Μονής.
Η αποδυνάμωση της Μονής Ταλαντίου και της Μονής Καρακαλά είχε αρχίσει από το 1932, οπότε πολλά από τα κτήματα τους απαλλοτριώθηκαν και μοιράστηκαν σε εκατοντάδες ακτήμονες από τα χωριά της περιοχής. Τα κυριότερα από τα κτήματα αυτά ήσαν ο Αμαριανός της Μονής Ταλαντίου και ο Καρακαλάς της αντίστοιχης Μονής, όπου από την αποκατάσταση των ακτημόνων δημιουργήθηκαν αργότερα και οι δύο οικισμοί του Αμαριανού και του Μετοχιού, που σήμερα έχει γίνει κοινότητα, ο Άγιος Δημήτριος.
Μετά τις απαλλοτριώσεις αυτές στην κυριότητα της μονής Ταλαντίου είχαν παραμείνει δύο περίπου χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης και μη έκτασης γύρω από αυτήν. Το 1938 με δημοπρασία πουλήθηκε η έκταση αυτή αντί ενός εκατομμυρίου τριών χιλιάδων δραχμών σε κατοίκους του Χελιού και στο Μοναστήρι παρέμεινε μια έκταση γύρω από αυτό, περίπου πενήντα στρεμμάτων, τα οποία σήμερα καλλιεργούν και βόσκουν τσοπάνηδες από το Χέλι που καταβάλλουν κάποιο μίσθωμα στο Μοναστήρι και το οποίο αναπροσαρμόζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
Μέχρι το 1940 ζούσαν στο Μοναστήρι οι τρεις καλόγεροι, οι οποίοι βρισκόντουσαν σε αθλία κατάσταση και συντηρούντο από μικρή βοήθεια σε τρόφιμα που έπαιρναν από τη Μονή Καρακαλά και από τα βοηθήματα των κατοίκων του Χελιού, αφού το Μοναστήρι δεν είχε πλέον εισοδήματα. Οι Καλόγεροι αυτοί πέθαναν ο ένας μετά τον άλλον πρώτα ο Νικόδημος, έπειτα ο Δανιήλ και τελευταίος ο Παρθένιος στις αρχές του 1943.
Από το 1942 είχε εγκατασταθεί στο Μοναστήρι ένας Αρχιμανδρίτης, ο Παπανικόλας, καθηγητής της Θεολογίας ο οποίος δίδασκε σε Σχολείο της Σμύρνης και κατά την μικρασιατική καταστροφή είχε πιαστεί από τους Τούρκους αιχμάλωτος και είχε υποστεί πολλά βασανιστήρια, του είχαν βγάλει οι Τούρκοι το ένα μάτι, του είχαν ξεριζώσει όλα τα νύχια των χεριών και των ποδιών και του είχαν σπάσει τη λεκάνη και έτσι ένα σαράβαλο και με ακράτεια ούρων τον είχαν αφήσει ελεύθερο και σε αυτήν την άθλια κατάσταση βρέθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ξέπεσε στη Μητρόπολη της Αργολίδας και ο Μητροπολίτης τον έστειλε στη Μονή Ταλαντίου, όπου εγκαταστάθηκε και για ένα μικρό διάστημα έμενε με τον μοναδικό τότε καλόγερο Παρθένιο.
Εκεί ζούσε με τη σύνταξη του και με τα χρήματα που έπαιρνε από την ενοικίαση της γύρω περιοχής. Τα χρήματα όμως αυτά εκείνη την εποχή λόγω της αλματώδους ανόδου του πληθωρισμού εξανεμίζονταν αμέσως και για το λόγο αυτό, συντηρείτο κυρίως από βοηθήματα που έπαιρνε από τους Χελιώτες σε τρόφιμα.
Στην εποχή εκείνη που στο Μοναστήρι βρισκόταν ο Παπανικόλας, άνοιξε και το κελί του Ηγουμένου Δωροθέου που μέσα είχε, όπως έχει αναφερθεί, μια αξιόλογη Βιβλιοθήκη και ολόκληρο το αρχείο της Μονής και που δυστυχώς ολόκληρος αυτός ο πνευματικός πλούτος λεηλατήθηκε από τον Παπανικόλα, όχι για να σφετερισθεί τα ανεκτίμητα βιβλία και έγγραφα, αλλά για να γίνουν όλα αυτά προσανάμματα στη φωτιά που καθημερινά συντηρούσε ο Παπανικόλας και ακόμα σπάνια βιβλία χρησιμοποιήθηκαν για τσιγαρόχαρτο από τον ίδιο, ο οποίος κατασκεύαζε τσιγάρα με ολόκληρο φύλλο βιβλίου και καπνό που προμηθευόταν από το χωριό.
Αυτό ήταν δυστυχώς το τέλος της αξιόλογης βιβλιοθήκης της Μονής και του ιστορικού αρχείου αυτής, από έναν άνθρωπο, σπουδαγμένο βέβαια αλλά που λόγω της καταστάσεως στην οποίαν βρισκόταν δεν λειτουργούσε καθόλου η λογική. Τέλος μετά από λίγα χρόνια πέθανε και αυτός, αφού πρώτα πέθανε και η ιστορία της Μονής.
Από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο Δεληγιαννόπουλο καταβλήθηκαν προσπάθειες για να ξαναζωντανέψει το Μοναστήρι με μοναχές, αλλά όλες οι απόπειρες απέτυχαν, αφού μοναχές που εγκαταστάθηκαν εκεί, έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα εγκατέλειψαν τη Μονή και ξαναγύρισαν στα Μοναστήρια από οπού προερχόντουσαν και η Μονή Ταλαντίου ερήμωνε και πάλι.
Υπήρχε στο μοναστήρι μία μοναχή Χελιώτισα την καταγωγή η οποία ήρθε από τη Μονή του Αγίου Δημητρίου (Καρακαλά) και εγκαταστάθηκε εκεί. Είχε τύχει μεγάλης συμπαράστασης από τους Χελιώτες, φρόντιζε το μοναστήρι να παραμένει ανοικτό και πολύ συχνά τελούνταν και λειτουργίες από τον Ιερέα του χωριού. Η Μοναχή αυτή αν και μόνη της, ήταν αρκετά δραστήρια και με πρωτοβουλία δική της και με εισφορές των πιστών είχε κτιστεί μια καινούργια πτέρυγα και επισκευαζόταν μία ακόμα από τις παλαιές πτέρυγες που έχουν διασωθεί.
Το Μοναστήρι έχει τηλεφωνική επικοινωνία και ο βατός αμαξιτός δρόμος που το ενώνει με την κεντρική οδική αρτηρία Χελίου – Άργους – Ναυπλίου, εξυπηρετεί τους πιστούς που θέλουν να επισκεφθούν το μοναστήρι και να προσευχηθούν.
Πηγή argolikivivliothiki.gr